- ἐπικάρσια
- ἐπικάρσιοςcross-wiseneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπικαρσίᾳ — ἐπικαρσίᾱͅ , ἐπικάρσιος cross wise fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίας — ἐπικαρσίᾱς , ἐπικάρσιος cross wise fem acc pl ἐπικαρσίᾱς , ἐπικάρσιος cross wise fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίαι — ἐπικαρσίᾱͅ , ἐπικάρσιος cross wise fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικαρσίαν — ἐπικαρσίᾱν , ἐπικάρσιος cross wise fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) … Dictionary of Greek